↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τουρκοσπορίτης οι τουρκοσπορίτες
      γενική του τουρκοσπορίτη των τουρκοσποριτών
    αιτιατική τον τουρκοσπορίτη τους τουρκοσπορίτες
     κλητική τουρκοσπορίτη τουρκοσπορίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τουρκοσπορίτης < Τούρκος + σπόρος + -ίτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τουρκοσπορίτης αρσενικό, θηλυκό τουρκοσπορίτισσα

  1. γεννημένος από Τούρκο (μουσουλμάνο) πατέρα και χριστιανή μητέρα, ή αντίστροφα
  2. προσβλητικός χαρακτηρισμός Έλληνα πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία, μετά το 1922

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία