↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τουρκομερίτης οι τουρκομερίτες
      γενική του τουρκομερίτη των τουρκομεριτών
    αιτιατική τον τουρκομερίτη τους τουρκομερίτες
     κλητική τουρκομερίτη τουρκομερίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τουρκομερίτης < Τούρκος + -ο- + μέρος + -ίτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τουρκομερίτης αρσενικό (θηλυκό τουρκομερίτισσα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία