Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τουρκομερίτισσα οι τουρκομερίτισσες
      γενική της τουρκομερίτισσας
    αιτιατική την τουρκομερίτισσα τις τουρκομερίτισσες
     κλητική τουρκομερίτισσα τουρκομερίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τουρκομερίτισσα < τουρκομερίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τουρκομερίτισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τουρκομερίτης