προερχόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προερχόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προερχόμενος < πορέρχομαι. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + ερχόμενος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.eɾˈxo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ερ‐χό‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαπροερχόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος προέρχομαι
- ↪ προερχόμενος από την Τουρκία, εμπορεύματα προερχόμενα από την Κίνα
- ↪ σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες προερχόμενες από έγκυρες πηγες...
- ↪ καταβολή δυνάμεων προερχομένη από εμπύρετο νόσημα
- ↪ Είναι υποψήφιος της αριστεράς, αλλά προερχόμενος από τη δεξιά.
- ↪ προερχόμενος από οικογένεια ιερέων, αστών, κεντρώων κ.λπ.
- ↪ προερχόμενος από κληρονομιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαπροερχόμενος, -η, -ον (μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα)
- μετοχή ενεστώτα του ρήματος προέρχομαι μέσης φωνής