τουρκογενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τουρκογενής | η | τουρκογενής | το | τουρκογενές |
γενική | του | τουρκογενούς* | της | τουρκογενούς | του | τουρκογενούς |
αιτιατική | τον | τουρκογενή | την | τουρκογενή | το | τουρκογενές |
κλητική | τουρκογενή(ς) | τουρκογενής | τουρκογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τουρκογενείς | οι | τουρκογενείς | τα | τουρκογενή |
γενική | των | τουρκογενών | των | τουρκογενών | των | τουρκογενών |
αιτιατική | τους | τουρκογενείς | τις | τουρκογενείς | τα | τουρκογενή |
κλητική | τουρκογενείς | τουρκογενείς | τουρκογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατουρκογενής, -ής, -ές
- που είναι τουρκικής καταγωγής
- τουρκογενείς εθνότητες της κεντρικής Ασίας
- τουρκογενείς γλώσσες
- (ως ουσιαστικό)
- οι τουρκογενείς της Δυτικής Θράκης
- που κατάγεται από Τούρκο πατέρα και χριστιανή μητέρα. [1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία τουρκογενής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Δημητράκος Β. Δημήτριος (1969) Επίτομον Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης. Εκδόσεις "Γιοβάνη", Αθήνα.