τουρκογενής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
τουρκογενής, -ής, -ές
- που είναι τουρκικής καταγωγής
- τουρκογενείς εθνότητες της κεντρικής Ασίας
- τουρκογενείς γλώσσες
- (ως ουσιαστικό)
- οι τουρκογενείς της Δυτικής Θράκης
- που κατάγεται από Τούρκο πατέρα και χριστιανή μητέρα. [1]
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τουρκογενής
Επεξεργασία
- ↑ Δημητράκος Β. Δημήτριος (1969) Επίτομον Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης. Εκδόσεις "Γιοβάνη", Αθήνα.