• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

στειλιάρι

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στειλιάρι τα στειλιάρια
      γενική του στειλιαριού των στειλιαριών
    αιτιατική το στειλιάρι τα στειλιάρια
     κλητική στειλιάρι στειλιάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στειλιάρι < μεσαιωνική ελληνική στειλειάριον, υποκοριστικό του ελληνιστική κοινή στειλειός < αρχαία ελληνική στειλεός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στειλιάρι ουδέτερο

  1. κυλινδρικό κομμάτι ξύλου, που αποτελεί αποσπώμενο τμήμα σε διάφορα εργαλεία, όπως το φτυάρι ή την αξίνα
    ≈ συνώνυμα: στειλεός
  2. (μεταφορικά) στουρνάρι, αμόρφωτος
  3. βέργα δαρσίματος
    • (κατ’ επέκταση) ξύλο, ξυλοδαρμός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    στειλιάρι
  • αγγλικά : shaft (en)
  • γερμανικά : Stiel (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=στειλιάρι&oldid=6917783"
Τελευταία επεξεργασία στις 8 Αυγούστου 2024, στις 20:25

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 8 Αυγούστου 2024, στις 20:25.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας