Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στειλιάρι τα στειλιάρια
      γενική του στειλιαριού των στειλιαριών
    αιτιατική το στειλιάρι τα στειλιάρια
     κλητική στειλιάρι στειλιάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στειλιάρι < μεσαιωνική ελληνική στειλειάριον, υποκοριστικό του ελληνιστική κοινή στειλειός < αρχαία ελληνική στειλεός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στειλιάρι ουδέτερο

  1. κυλινδρικό κομμάτι ξύλου, που αποτελεί αποσπώμενο τμήμα σε διάφορα εργαλεία, όπως το φτυάρι ή την αξίνα
     συνώνυμα: στειλεός
  2. (μεταφορικά) στουρνάρι, αμόρφωτος
  3. βέργα δαρσίματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία