στειλεός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στειλεός | οι | στειλεοί |
γενική | του | στειλεού | των | στειλεών |
αιτιατική | τον | στειλεό | τους | στειλεούς |
κλητική | στειλεέ | στειλεοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στειλεός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στειλεός / στελεός / στειλειός < στελεά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστειλεός αρσενικό
- (λόγιο) στειλιάρι
- (νεολογισμός, ιατρική) (βαμβακοφόρος στειλεός): μπατονέτα ή είδος μεγάλης μπατονέτας, που χρησιμοποιείται συνήθως για τη λήψη δείγματος, ώστε να εξεταστεί η ύπαρξη κάποιας ασθένειας
Σημειώσεις
επεξεργασία- εμφανίζεται σε χρήση και με το λανθασμένο στυλεός, πιθανότατα από παρετυμολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | στειλεός | οἱ | στειλεοί |
γενική | τοῦ | στειλεοῦ | τῶν | στειλεῶν |
δοτική | τῷ | στειλεῷ | τοῖς | στειλεοῖς |
αιτιατική | τὸν | στειλεόν | τοὺς | στειλεούς |
κλητική ὦ! | στειλεέ | στειλεοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στειλεώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στειλεοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαστειλεός < στελεά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστειλεός αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- στειλεός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στειλεός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.