Δείτε επίσης: δεῖγμα, δήγμα, δῆγμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δείγμα τα δείγματα
      γενική του δείγματος των δειγμάτων
    αιτιατική το δείγμα τα δείγματα
     κλητική δείγμα δείγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δείγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δεῖγμα [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈðiɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δείγ‐μα
παλιότερος συλλαβισμός: δεί‐γμα
ομόηχο: δήγμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δείγμα ουδέτερο

  1. μικρή ποσότητα ή μέρος συνόλου με τα αντιπροσωπευτικά χαρακτηριστικά του για να εξεταστεί ώστε να εξαχθεί ένα συμπέρασμα, μία εκτίμηση
    ⮡  Θα σας δώσω ένα δείγμα του προϊόντος μας για να αποφασίσετε αν θέλετε να παραγγείλετε περισσότερα.
  2. μικρός αριθμός ατόμων από έναν πληθυσμό που συμμετέχει σε μια στατιστική έρευνα
    ⮡  στατιστικό δείγμα
  3. λόγια ή ενέργειας που δείχνουν τα συναισθήματά μας
    ⮡  σας το προσφέρω, ως δείγμα ευγνωμοσύνης

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • (δεν υπάρχει) ούτε για δείγμα: δηλώνει ολοκληρωτική έλλειψη ενός αγαθού

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία