δείγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δείγμα | τα | δείγματα |
γενική | του | δείγματος | των | δειγμάτων |
αιτιατική | το | δείγμα | τα | δείγματα |
κλητική | δείγμα | δείγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δείγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δεῖγμα [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈðiɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δείγ‐μα
- παλιότερος συλλαβισμός : δεί‐γμα
- ομόηχο: δήγμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδείγμα ουδέτερο
- μικρή ποσότητα ή μέρος συνόλου με τα αντιπροσωπευτικά χαρακτηριστικά του για να εξεταστεί ώστε να εξαχθεί ένα συμπέρασμα, μία εκτίμηση
- ⮡ Θα σας δώσω ένα δείγμα του προϊόντος μας για να αποφασίσετε αν θέλετε να παραγγείλετε περισσότερα.
- μικρός αριθμός ατόμων από έναν πληθυσμό που συμμετέχει σε μια στατιστική έρευνα
- ⮡ στατιστικό δείγμα
- λόγια ή ενέργειας που δείχνουν τα συναισθήματά μας
- ⮡ σας το προσφέρω, ως δείγμα ευγνωμοσύνης
Εκφράσεις
επεξεργασία- (δεν υπάρχει) ούτε για δείγμα: δηλώνει ολοκληρωτική έλλειψη ενός αγαθού
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δείγμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δείγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας