Ετυμολογία

επεξεργασία
δειγματίζω < λείπει η ετυμολογία

δειγματίζω

  1. παρουσιάζω δείγματα σε πελάτη για να επιλέξει τι θα αγοράσει
  2. (καταχρηστικά) μου παρουσιάζουν δείγματα

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία