δειγματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δειγματίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαδειγματίζω
- παρουσιάζω δείγματα σε πελάτη για να επιλέξει τι θα αγοράσει
- (καταχρηστικά) μου παρουσιάζουν δείγματα
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δειγματίζω
|