Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δειγματίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

δειγματίζω

  1. παρουσιάζω δείγματα σε πελάτη για να επιλέξει τι θα αγοράσει
  2. (καταχρηστικά) μου παρουσιάζουν δείγματα

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία