Ετυμολογία

επεξεργασία
sample < μέση αγγλική sample, asaumple < παλαιά γαλλική essample < λατινική exemplum

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sample samples

sample (en)

  1. το δείγμα, έναν αριθμό ατόμων ή πραγμάτων από μια μεγαλύτερη ομάδα και χρησιμοποιούνται σε δοκιμές για την παροχή πληροφοριών σχετικά με την ομάδα
    ⮡  It’s a representative sample of the population.
    Είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού.
  2. το δείγμα, μια μικρή ποσότητα μιας ουσίας που λαμβάνεται από μια μεγαλύτερη ποσότητα προκειμένου να δοκιμαστεί και να ληφθούν πληροφορίες σχετικά με την ουσία
    ⮡  a urine/blood sample - δείγμα ούρων/αίματος
     συνώνυμα: specimen
  3. το δείγμα, μια μικρή ποσότητα ή παράδειγμα κάτι που μπορεί να εξεταστεί για να καταλάβει πώς είναι
    ⮡  She was handing out free cosmetic samples.
    Μοίραζε δείγματα καλλυντικών δωρεάν.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
ενεστώτας sample
γ΄ ενικό ενεστώτα samples
αόριστος sampled
παθητική μετοχή sampled
ενεργητική μετοχή sampling

sample (en)

  • δοκιμάζω
    ⮡  He spent an hour at the old monastery, sampling their wines.
    Πέρασε μια ώρα στο παλαιό μοναστήρι, δοκιμάζοντας τα κρασιά τους.