παράδειγμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παράδειγμα < αρχαία ελληνική παράδειγμα < παρά + δεῖγμα < δείκνυμι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ˈɾa.ðiɣ.ma/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παράδειγμα ουδέτερο
- υπόδειγμα, πρότυπο για μίμηση ή αποφυγή
- δείγμα, τμήμα ενός συνόλου με κοινά χαρακτηριστικά
- χαρακτηριστική περίπτωση
- απόδειξη, γεγονός ή επιχείρημα που χρησιμεύει ως απόδειξη
Επεξεργασία
- απαραδειγμάτιστος
- παραδειγματάκι
- παραδειγματίζω, παραδειγματίζομαι
- παραδειγματικά (παραδειγματικώς)
- παραδειγματικός
- παραδειγματισμός
- → δείτε τις λέξεις παρά, δείγμα και δείχνω
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- παραδείγματος χάρη / παραδείγματος χάριν: για να αναφέρω ένα παράδειγμα
- ≈ συνώνυμα: π.χ., για παράδειγμα, (λόγιο) επί παραδείγματι
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- παράδειγμα στα Βικιφθέγματα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παράδειγμα
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυικός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | παράδειγμα | παραδείγματε | παραδείγματα |
Γενική | παραδείγματος | παραδειγμάτοιν | παραδειγμάτων |
Δοτική | παραδείγματι | παραδειγμάτοιν | παραδείγμασι |
Αιτιατική | παράδειγμα | παραδείγματε | παραδείγματα |
Κλητική | παράδειγμα | παραδείγματε | παραδείγματα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παράδειγμα < παραδείκνυμι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παράδειγμα ουδέτερο
- πρότυπο
- παράδειγμα, προηγούμενο
- δείγμα
- μάθημα, προειδοποίηση
- επιχείρημα (που προκύπτει από παράδειγμα)
Επεξεργασία
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883