παραδειγματισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραδειγματισμός < (ελληνιστική κοινή) παραδειγματισμός < παραδειγματίζω + -ισμός < αρχαία ελληνική παράδειγμα < παραδείκνυμι < παρά + δείκνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deyḱ- (δείχνω) + -νυμι (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *-néwti)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραδειγματισμός αρσενικό
- η ενέργεια, το αποτέλεσμα και η πράξη του παραδειγματίζω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις παράδειγμα και δείχνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραδειγματισμός