Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παραδειγματισμός οι παραδειγματισμοί
      γενική του παραδειγματισμού των παραδειγματισμών
    αιτιατική τον παραδειγματισμό τους παραδειγματισμούς
     κλητική παραδειγματισμέ παραδειγματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραδειγματισμός < (ελληνιστική κοινήπαραδειγματισμός < παραδειγματίζω + -ισμός < αρχαία ελληνική παράδειγμα < παραδείκνυμι < παρά + δείκνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deyḱ- (δείχνω) + -νυμι (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *-néwti)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾa.ðiɣ.ma.tiˈzmos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραδειγματισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία