Ετυμολογία

επεξεργασία
παραδειγματίζω < (ελληνιστική κοινήπαραδειγματίζω < αρχαία ελληνική παράδειγμα < παραδείκνυμι < παρά + δείκνυμι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾa.ðiɣ.maˈti.zo/

παραδειγματίζω (παθητική φωνή: παραδειγματίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία