διδάσκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διδάσκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διδάσκω < πρωτοελληνική *di-dəs-skō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dens- (χρησιμοποιώ πνευματικές δυνάμεις)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈða.sko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐δά‐σκω
Ρήμα
επεξεργασίαδιδάσκω, αόρ.: δίδαξα, παθ.φωνή: διδάσκομαι, π.αόρ.: διδάχτηκα/-χθηκα, μτχ.π.π.: διδαγμένος, ενεργητικές μετοχές διδάσκων, διδασκόμενος
- μεταδίδω με συστηματικό τρόπο τη γνώση που έχω για ένα αντικείμενο σε κάποιον άλλον
- εργάζομαι ως δάσκαλος ή καθηγητής
- ⮡ είνα μαθηματικός και διδάσκει στο Γυμνάσιο της γειτονιάς μας
- μεταφέρω στους ακροατές μου μια ηθική διδασκαλία, ένα μήνυμα
- ⮡ ο Χριστός δίδασκε την αγάπη
- ⮡ ο μύθος αυτός μας διδάσκει την αξία της αληθινής φιλίας
- (θέατρο) σκηνοθετώ (κατά την αρχαία σημασία)
Συνώνυμα
επεξεργασία- μαθαίνω κάτι σε κάποιον
Συγγενικά
επεξεργασία- διδασκαλείο
- διδασκαλία
- διδασκαλικός
- διδάσκαλος, δάσκαλος, δασκάλα
- διδαχή
- δίδαγμα
- διδακτός
- διδακτέος
- διδακτηριακός
- διδακτήριο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διδάσκω | δίδασκα | θα διδάσκω | να διδάσκω | διδάσκοντας | |
β' ενικ. | διδάσκεις | δίδασκες | θα διδάσκεις | να διδάσκεις | δίδασκε | |
γ' ενικ. | διδάσκει | δίδασκε | θα διδάσκει | να διδάσκει | ||
α' πληθ. | διδάσκουμε | διδάσκαμε | θα διδάσκουμε | να διδάσκουμε | ||
β' πληθ. | διδάσκετε | διδάσκατε | θα διδάσκετε | να διδάσκετε | διδάσκετε | |
γ' πληθ. | διδάσκουν(ε) | δίδασκαν διδάσκαν(ε) |
θα διδάσκουν(ε) | να διδάσκουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δίδαξα | θα διδάξω | να διδάξω | διδάξει | ||
β' ενικ. | δίδαξες | θα διδάξεις | να διδάξεις | δίδαξε | ||
γ' ενικ. | δίδαξε | θα διδάξει | να διδάξει | |||
α' πληθ. | διδάξαμε | θα διδάξουμε | να διδάξουμε | |||
β' πληθ. | διδάξατε | θα διδάξετε | να διδάξετε | διδάξτε | ||
γ' πληθ. | δίδαξαν διδάξαν(ε) |
θα διδάξουν(ε) | να διδάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διδάξει | είχα διδάξει | θα έχω διδάξει | να έχω διδάξει | ||
β' ενικ. | έχεις διδάξει | είχες διδάξει | θα έχεις διδάξει | να έχεις διδάξει | έχε διδαγμένο | |
γ' ενικ. | έχει διδάξει | είχε διδάξει | θα έχει διδάξει | να έχει διδάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε διδάξει | είχαμε διδάξει | θα έχουμε διδάξει | να έχουμε διδάξει | ||
β' πληθ. | έχετε διδάξει | είχατε διδάξει | θα έχετε διδάξει | να έχετε διδάξει | έχετε διδαγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν διδάξει | είχαν διδάξει | θα έχουν διδάξει | να έχουν διδάξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διδαγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διδαγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διδαγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διδαγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διδάσκομαι | διδασκόμουν(α) | θα διδάσκομαι | να διδάσκομαι | διδασκόμενος | |
β' ενικ. | διδάσκεσαι | διδασκόσουν(α) | θα διδάσκεσαι | να διδάσκεσαι | (διδάσκου) | |
γ' ενικ. | διδάσκεται | διδασκόταν(ε) | θα διδάσκεται | να διδάσκεται | ||
α' πληθ. | διδασκόμαστε | διδασκόμαστε διδασκόμασταν |
θα διδασκόμαστε | να διδασκόμαστε | ||
β' πληθ. | διδάσκεστε | διδασκόσαστε διδασκόσασταν |
θα διδάσκεστε | να διδάσκεστε | (διδάσκεστε) | |
γ' πληθ. | διδάσκονται | διδάσκονταν διδασκόντουσαν |
θα διδάσκονται | να διδάσκονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διδάχτηκα | θα διδαχτώ | να διδαχτώ | διδαχτεί | ||
β' ενικ. | διδάχτηκες | θα διδαχτείς | να διδαχτείς | διδάξου | ||
γ' ενικ. | διδάχτηκε | θα διδαχτεί | να διδαχτεί | |||
α' πληθ. | διδαχτήκαμε | θα διδαχτούμε | να διδαχτούμε | |||
β' πληθ. | διδαχτήκατε | θα διδαχτείτε | να διδαχτείτε | διδαχτείτε | ||
γ' πληθ. | διδάχτηκαν διδαχτήκαν(ε) |
θα διδαχτούν(ε) | να διδαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διδαχτεί | είχα διδαχτεί | θα έχω διδαχτεί | να έχω διδαχτεί | διδαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις διδαχτεί | είχες διδαχτεί | θα έχεις διδαχτεί | να έχεις διδαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει διδαχτεί | είχε διδαχτεί | θα έχει διδαχτεί | να έχει διδαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διδαχτεί | είχαμε διδαχτεί | θα έχουμε διδαχτεί | να έχουμε διδαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε διδαχτεί | είχατε διδαχτεί | θα έχετε διδαχτεί | να έχετε διδαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διδαχτεί | είχαν διδαχτεί | θα έχουν διδαχτεί | να έχουν διδαχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διδαγμένος - είμαστε, είστε, είναι διδαγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διδαγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διδαγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διδαγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διδαγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διδαγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διδαγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διδάσκω < πρωτοελληνική *di-dəs-skō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dens- (χρησιμοποιώ πνευματικές δυνάμεις)
Ρήμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία διδάσκω - ενεργητικοί τύποι
|
- Μεσοπαθητικοί τύποι → λείπει η κλίση
Πηγές
επεξεργασία- διδάσκω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- διδάσκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διδάσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.