διδακτέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διδακτέος < αρχαία ελληνική διδακτέον (ἐστί) < ρηματικό επίθετο διδακτέος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.ðaˈkte.os/
Επίθετο
επεξεργασίαδιδακτέος, -α, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διδακτέος < ρηματικό επίθετο του διδάσκω
Επίθετο
επεξεργασίαδιδακτέος, -α, -ον
- που πρέπει να διδαχτεί
- διδακτέον ἐστί
Πηγές
επεξεργασία- διδακτέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διδακτέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- διδακτέον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.