teach
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | teach |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | teaches |
αόριστος | taught |
παθητική μετοχή | taught |
ενεργητική μετοχή | teaching |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
teach (en)
ενεστώτας | teach |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | teaches |
αόριστος | taught |
παθητική μετοχή | taught |
ενεργητική μετοχή | teaching |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
teach (en)