teacher
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
teacher | teachers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαteacher (en)
- (επάγγελμα) ο δάσκαλος, η δασκάλα
- ⮡ The math teacher wrote a complicated equation on the board.
- Ο μαθηματικός έγραψε μία περίπλοκη εξίσωση στον πίνακα.
- ⮡ The math teacher wrote a complicated equation on the board.