• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

δασκάλα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δασκάλα οι δασκάλες
      γενική της δασκάλας —
    αιτιατική τη δασκάλα τις δασκάλες
     κλητική δασκάλα δασκάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δασκάλα, θηλυκό του δάσκαλος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δασκάλα θηλυκό ή δασκάλισσα

  1. (επάγγελμα) αυτή που διδάσκει
  2. η εκπαιδευτικός που διδάσκει στο Δημοτικό σχολείο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    δασκάλα
  • αγγλικά : teacher (en)
  • γαλλικά : institutrice (fr), (Γαλλία) professeure des écoles, maîtresse (fr)
  • γερμανικά : Lehrerin (de)
  • ισπανικά : maestra (es)
  • λατινικά : magistra (la)
  • ολλανδικά : onderwijzeres (nl)
  • ουκρανικά : учителька (uk)
  • πολωνικά : nauczycielka (pl)
  • ρωσικά : учительница (ru)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δασκάλα&oldid=5669890"
Τελευταία επεξεργασία στις 20 Μαρτίου 2023, στις 20:28

Γλώσσες

    • English
    • Euskara
    • Na Vosa Vakaviti
    • Kurdî
    • Polski
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 20 Μαρτίου 2023, στις 20:28.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας