• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

δασκάλα

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δασκάλα οι δασκάλες
      γενική της δασκάλας —
    αιτιατική τη δασκάλα τις δασκάλες
     κλητική δασκάλα δασκάλες
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται.
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δασκάλα, θηλυκό του δάσκαλος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

δασκάλα θηλυκό ή δασκάλισσα

  1. αυτή που διδάσκει
  2. η εκπαιδευτικός που διδάσκει στο Δημοτικό σχολείο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    δασκάλα
  • αγγλικά : teacher (en)
  • γαλλικά : institutrice (fr), (Γαλλία) professeure des écoles
  • γερμανικά : Lehrerin (de)
  • ισπανικά : maestra (es)
  • λατινικά : magistra (la)
  • ολλανδικά : onderwijzeres (nl)
  • ουκρανικά : учителька (uk)
  • πολωνικά : nauczycielka (pl)
  • ρωσικά : учительница (ru)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δασκάλα&oldid=4985347"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2021, στις 23:06

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2021, στις 23:06.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie