Lehrerin
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Lehrerin | die | Lehrerinnen |
γενική | der | Lehrerin | der | Lehrerinnen |
δοτική | der | Lehrerin | den | Lehrerinnen |
αιτιατική | die | Lehrerin | die | Lehrerinnen |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Lehrerin (de) θηλυκό
- (επάγγελμα, εκπαίδευση) η δασκάλα