Schülerin
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Schülerin | die | Schülerinnen |
γενική | der | Schülerin | der | Schülerinnen |
δοτική | der | Schülerin | den | Schülerinnen |
αιτιατική | die | Schülerin | die | Schülerinnen |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Schülerin (de) θηλυκό (αρσενικό : Schüler)
- (εκπαίδευση) η μαθήτρια