↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Schülerin die Schülerinnen
γενική der Schülerin der Schülerinnen
δοτική der Schülerin den Schülerinnen
αιτιατική die Schülerin die Schülerinnen

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Schülerin < Schüler + -in

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʃyːləʁɪn/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Schülerin (de) θηλυκό (αρσενικό : Schüler)

Δείτε επίσης

επεξεργασία