Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαθήτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μαθήτρι
α
οι
μαθήτρι
ες
γενική
της
μαθήτρι
ας
των
μαθητρι
ών
αιτιατική
τη
μαθήτρι
α
τις
μαθήτρι
ες
κλητική
μαθήτρι
α
μαθήτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαθήτρια
<
(
ελληνιστική κοινή
)
μαθήτρια
,
θηλυκό
του
μαθητής
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
maˈθi.tɾi.a
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαθήτρια
θηλυκό
αυτή που φοιτά σε
σχολείο
πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης
αυτή που παρακολούθησε τη διδασκαλία ενός σημαντικού δασκάλου και συνεχίζει το έργο του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαθήτρια
γαλλικά
:
écolière
(fr)
,
élève
(fr)
ισπανικά
:
alumna
(es)
σερβικά
:
ученица
(sr)