Schüler
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Schüler | die | Schüler |
γενική | des | Schülers | der | Schüler |
δοτική | dem | Schüler | den | Schülern |
αιτιατική | den | Schüler | die | Schüler |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Schüler (de) αρσενικό (θηλυκό : Schülerin)
- (εκπαίδευση) μαθητής σχολείου
- (γενικότερα) μαθητής, μαθητευόμενος
- Platon war Schüler des Sokrates und Lehrer des Aristoteles.
- Ο Πλάτωνας ήταν μαθητής του Σωκράτη και δάσκαλος του Αριστοτέλη.
- Platon war Schüler des Sokrates und Lehrer des Aristoteles.