μαθητευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαθητευόμενος < παθητική μετοχή ενεστώτα του μαθητεύω
Μετοχή
επεξεργασίαμαθητευόμενος, -η, -ο
- που μαθαίνει μια τέχνη εργαζόμενος κοντά σε έναν έμπειρο τεχνίτη
μαθητευόμενος, -η, -ο