διδάσκων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈða.skon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐δά‐σκω
- ομόηχο: διδάσκον
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διδάσκων & διδάσκοντας |
η | διδάσκουσα | το | διδάσκον |
γενική | του | διδάσκοντος & διδάσκοντα |
της | διδάσκουσας & διδασκούσης* |
του | διδάσκοντος |
αιτιατική | τον | διδάσκοντα | τη | διδάσκουσα | το | διδάσκον |
κλητική | διδάσκων & διδάσκοντα |
διδάσκουσα | διδάσκον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διδάσκοντες | οι | διδάσκουσες | τα | διδάσκοντα |
γενική | των | διδασκόντων | των | διδασκουσών | των | διδασκόντων |
αιτιατική | τους | διδάσκοντες | τις | διδάσκουσες | τα | διδάσκοντα |
κλητική | διδάσκοντες | διδάσκουσες | διδάσκοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- διδάσκων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διδάσκων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διδάσκω
Μετοχή
επεξεργασίαδιδάσκων
- (λόγιο) που διδάσκει
- ⮡ το διδάσκον προσωπικό
- άλλες μορφές: διδάσκοντας
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διδάσκων | οι | διδάσκοντες |
γενική | του | διδάσκοντος | των | διδασκόντων |
αιτιατική | τον | διδάσκοντα | τους | διδάσκοντες |
κλητική | διδάσκων & διδάσκον* |
διδάσκοντες | ||
* Κατά την αρχαία κλίση. Δείτε και την κλίση του νεότερου ο διδάσκοντας. | ||||
Κατηγορία όπως «θεράπων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- διδάσκων < ουσιαστικοποιημένη μετοχή διδάσκων
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιδάσκων αρσενικό (θηλυκό διδάσκουσα)
- ο καθηγητής, δάσκαλος
- ⮡ διδάσκοντες και διδασκόμενοι
- άλλες μορφές: διδάσκοντας
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη διδάσκω
Μεταφράσεις
επεξεργασία διδάσκων
|
το διδάσκον προσωπικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | διδάσκων | διδάσκουσα | διδασκον | διδάσκοντες | διδάσκουσαι | διδάσκοντα |
Γενική | διδάσκοντος | διδασκούσης | διδάσκοντος | διδασκόντων | διδασκουσῶν | διδασκόντων |
Δοτική | διδάσκοντι | διδασκούσῃ | διδάσκοντι | διδάσκουσι | διδασκούσαις | διδάσκουσι |
Αιτιατική | διδάσκοντα | διδάσκουσαν | διδασκον | διδάσκοντας | διδασκούσας | διδάσκοντα |
Κλητική | διδάσκων | διδάσκουσα | διδασκον | διδάσκοντες | διδάσκουσαι | διδάσκοντα |
Πτώσεις | Δυικός | |||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | διδάσκοντε | διδασκούσα | διδάσκοντε | |||
Γενική-Δοτική | διδασκόντοιν | διδασκούσαιν | διδασκόντοιν |
Μετοχή
επεξεργασίαδιδάσκων
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διδάσκω