Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διδασκαλικός η διδασκαλική το διδασκαλικό
      γενική του διδασκαλικού της διδασκαλικής του διδασκαλικού
    αιτιατική τον διδασκαλικό τη διδασκαλική το διδασκαλικό
     κλητική διδασκαλικέ διδασκαλική διδασκαλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διδασκαλικοί οι διδασκαλικές τα διδασκαλικά
      γενική των διδασκαλικών των διδασκαλικών των διδασκαλικών
    αιτιατική τους διδασκαλικούς τις διδασκαλικές τα διδασκαλικά
     κλητική διδασκαλικοί διδασκαλικές διδασκαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διδασκαλικός < αρχαία ελληνική διδασκαλικός < διδάσκαλος < διδάσκω

  Επίθετο επεξεργασία

διδασκαλικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία