διδάσκομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διδάσκομαι: Παθητική φωνή του διδάσκω
Ρήμα
επεξεργασίαδιδάσκομαι, μετοχή ενεστώτα διδασκόμενος, μετοχή αορίστου διδαχθείς, μετοχή παρακειμένου διδαγμένος
- → δείτε τη λέξη διδάσκω
- ο μαθητής διδάσκεται τα εξής θεωρητικά μαθήματα ...
- τα μαθηματικά διδάσκονται στο γυμνάσιο τέσσερις ώρες την εβδομάδα
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διδάσκομαι | διδασκόμουν(α) | θα διδάσκομαι | να διδάσκομαι | διδασκόμενος | |
β' ενικ. | διδάσκεσαι | διδασκόσουν(α) | θα διδάσκεσαι | να διδάσκεσαι | (διδάσκου) | |
γ' ενικ. | διδάσκεται | διδασκόταν(ε) | θα διδάσκεται | να διδάσκεται | ||
α' πληθ. | διδασκόμαστε | διδασκόμαστε διδασκόμασταν |
θα διδασκόμαστε | να διδασκόμαστε | ||
β' πληθ. | διδάσκεστε | διδασκόσαστε διδασκόσασταν |
θα διδάσκεστε | να διδάσκεστε | (διδάσκεστε) | |
γ' πληθ. | διδάσκονται | διδάσκονταν διδασκόντουσαν |
θα διδάσκονται | να διδάσκονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διδάχτηκα | θα διδαχτώ | να διδαχτώ | διδαχτεί | ||
β' ενικ. | διδάχτηκες | θα διδαχτείς | να διδαχτείς | διδάξου | ||
γ' ενικ. | διδάχτηκε | θα διδαχτεί | να διδαχτεί | |||
α' πληθ. | διδαχτήκαμε | θα διδαχτούμε | να διδαχτούμε | |||
β' πληθ. | διδαχτήκατε | θα διδαχτείτε | να διδαχτείτε | διδαχτείτε | ||
γ' πληθ. | διδάχτηκαν διδαχτήκαν(ε) |
θα διδαχτούν(ε) | να διδαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διδαχτεί | είχα διδαχτεί | θα έχω διδαχτεί | να έχω διδαχτεί | διδαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις διδαχτεί | είχες διδαχτεί | θα έχεις διδαχτεί | να έχεις διδαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει διδαχτεί | είχε διδαχτεί | θα έχει διδαχτεί | να έχει διδαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διδαχτεί | είχαμε διδαχτεί | θα έχουμε διδαχτεί | να έχουμε διδαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε διδαχτεί | είχατε διδαχτεί | θα έχετε διδαχτεί | να έχετε διδαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διδαχτεί | είχαν διδαχτεί | θα έχουν διδαχτεί | να έχουν διδαχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διδαγμένος - είμαστε, είστε, είναι διδαγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διδαγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διδαγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διδαγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διδαγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διδαγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διδαγμένοι |