παραδειγματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραδειγματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραδειγματικός < αρχαία ελληνική παράδειγμα < παραδείκνυμι < παρά + δείκνυμι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ðiɣ.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐δειγ‐μα‐τι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : πα‐ρα‐δει‐γμα‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
παραδειγματικός, -ή, -ό
- που χρησιμεύει ως παράδειγμα, επειδή είναι εξαιρετικός
Συγγενικά επεξεργασία
- παραδειγματικά (επίρρημα)
- παραδειγματικώς (επίρρημα, παρωχημένο)
→ και δείτε τις λέξεις παράδειγμα, παρά, δείγμα και δείχνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραδειγματικός
Πηγές επεξεργασία
- παραδειγματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παραδειγματικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραδειγματικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραδειγματικῶς (προγενέστερο το επίρρημα)
Πηγές επεξεργασία
- παραδειγματικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραδειγματικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.