Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραδειγματικός η παραδειγματική το παραδειγματικό
      γενική του παραδειγματικού της παραδειγματικής του παραδειγματικού
    αιτιατική τον παραδειγματικό την παραδειγματική το παραδειγματικό
     κλητική παραδειγματικέ παραδειγματική παραδειγματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραδειγματικοί οι παραδειγματικές τα παραδειγματικά
      γενική των παραδειγματικών των παραδειγματικών των παραδειγματικών
    αιτιατική τους παραδειγματικούς τις παραδειγματικές τα παραδειγματικά
     κλητική παραδειγματικοί παραδειγματικές παραδειγματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραδειγματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραδειγματικός < αρχαία ελληνική παράδειγμα < παραδείκνυμι < παρά + δείκνυμι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾa.ðiɣ.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐δειγ‐μα‐τι‐κός
παλιότερος συλλαβισμός: πα‐ρα‐δει‐γμα‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

παραδειγματικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις παράδειγμα, παρά, δείγμα και δείχνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική παραδειγματικός παραδειγματική τὸ παραδειγματικόν
      γενική τοῦ παραδειγματικοῦ τῆς παραδειγματικῆς τοῦ παραδειγματικοῦ
      δοτική τῷ παραδειγματικ τῇ παραδειγματικ τῷ παραδειγματικ
    αιτιατική τὸν παραδειγματικόν τὴν παραδειγματικήν τὸ παραδειγματικόν
     κλητική ! παραδειγματικέ παραδειγματική παραδειγματικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ παραδειγματικοί αἱ παραδειγματικαί τὰ παραδειγματικᾰ́
      γενική τῶν παραδειγματικῶν τῶν παραδειγματικῶν τῶν παραδειγματικῶν
      δοτική τοῖς παραδειγματικοῖς ταῖς παραδειγματικαῖς τοῖς παραδειγματικοῖς
    αιτιατική τοὺς παραδειγματικούς τὰς παραδειγματικᾱ́ς τὰ παραδειγματικᾰ́
     κλητική ! παραδειγματικοί παραδειγματικαί παραδειγματικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παραδειγματικώ τὼ παραδειγματικᾱ́ τὼ παραδειγματικώ
      γεν-δοτ τοῖν παραδειγματικοῖν τοῖν παραδειγματικαῖν τοῖν παραδειγματικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραδειγματικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραδειγματικῶς (προγενέστερο το επίρρημα)

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία