απαραδειγμάτιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απαραδειγμάτιστος < α- + παραδειγματίζω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
απαραδειγμάτιστος, -η, -ο
- που δεν έχει παραδειγματιστεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις παραδειγματίζω, παρά, δείγμα και δείχνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
απαραδειγμάτιστος