Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σωφρονίζω < αρχαία ελληνική σωφρονίζω < σώφρων

  Ρήμα επεξεργασία

σωφρονίζω (παθητική φωνή: σωφρονίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία