σωφρονιστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σωφρονιστήρας < (ελληνιστική κοινή) σωφρονιστήρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίασωφρονιστήρας αρσενικό
- (ανατομία) ο φρονιμίτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία σωφρονιστήρας
|
σωφρονιστήρας αρσενικό
|