exemplification
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
exemplification | exemplifications |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαexemplification (fr) θηλυκό
- η εξήγηση μέσω παραδειγμάτων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη exemple
ενικός | πληθυντικός |
exemplification | exemplifications |
exemplification (fr) θηλυκό