↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξήγηση οι εξηγήσεις
      γενική της εξήγησης* των εξηγήσεων
    αιτιατική την εξήγηση τις εξηγήσεις
     κλητική εξήγηση εξηγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξηγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξήγηση < αρχαία ελληνική ἐξήγησις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈksi.ʝi.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξήγηση θηλυκό

  1. η ερμηνεία, η ανάλυση των αιτίων που δημιουργούν ένα φαινόμενο ή γεγονός
    η επιστήμη δεν κατάφερε ακόμη να δώσει την εξήγηση αυτού του σπάνιου φαινομένου
    • (συνήθως στον πληθυντικό) η απολογία κάποιου που καλείται να αιτιολογήσει ανεπίσημα τη στάση του ή τις ενέργειές του
      Πρέπει να δίνω εξηγήσεις για κάθε βήμα που κάνω;
    νομίζω ότι μου οφείλεις μια εξήγηση για τη χτεσινή σου συμπεριφορά
  2. η ερμηνεία, η εύρεση του νοήματος ή του μηνύματος (πχ ενός κειμένου, ενός ονείρου)
  3. σαφής και διεξοδική έκθεση των λεπτομερειών που σχετίζονται με ένα αντικείμενο (γεγονός, κατάσταση κλπ) ώστε να αυτό να γίνει κατανοητό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία