ερμηνεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερμηνεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑρμηνεία < ἑρμηνεύω < ἑρμηνεύς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eɾ.miˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ερ‐μη‐νεί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαερμηνεία θηλυκό
- λεκτική σημασία, το τι σημαίνει μία λέξη
- προσωπική εκτίμηση γεγονότων, υποκειμενική ανάγνωση δεδομένων κι εξαγωγή συμπερασμάτων
- καλλιτεχνική απόδοση
- μετάφραση (συνήθως) με σχολιασμένη απόδοση κειμένου
- χρησμική μαντεία, χρησμός
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- αυθεντική ερμηνεία (νομικός όρος)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ερμηνεία