πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑρμηνεύς οἱ ἑρμηνεῖς - ἑρμηνῆς*
      γενική τοῦ ἑρμηνέως τῶν ἑρμηνέων
      δοτική τῷ ἑρμηνεῖ τοῖς ἑρμηνεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἑρμηνέ τοὺς ἑρμηνέᾱς
     κλητική ! ἑρμηνεῦ ἑρμηνεῖς - ἑρμηνῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑρμην1 ή ἑρμηνεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  ἑρμηνέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία