παρερμηνεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρερμηνεύω < ελληνιστική κοινή παρερμηνεύω
Ρήμα
επεξεργασίαπαρερμηνεύω (παθητική φωνή: παρερμηνεύομαι)
- ερμηνεύω κάτι με λάθος τρόπο, καταλήγοντας έτσι σε λάθος συμπεράσματα
- αντιλαμβάνομαι κάτι λάθος
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρερμηνεύω | παρερμήνευα | θα παρερμηνεύω | να παρερμηνεύω | παρερμηνεύοντας | |
β' ενικ. | παρερμηνεύεις | παρερμήνευες | θα παρερμηνεύεις | να παρερμηνεύεις | παρερμήνευε | |
γ' ενικ. | παρερμηνεύει | παρερμήνευε | θα παρερμηνεύει | να παρερμηνεύει | ||
α' πληθ. | παρερμηνεύουμε | παρερμηνεύαμε | θα παρερμηνεύουμε | να παρερμηνεύουμε | ||
β' πληθ. | παρερμηνεύετε | παρερμηνεύατε | θα παρερμηνεύετε | να παρερμηνεύετε | παρερμηνεύετε | |
γ' πληθ. | παρερμηνεύουν(ε) | παρερμήνευαν παρερμηνεύαν(ε) |
θα παρερμηνεύουν(ε) | να παρερμηνεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρερμήνευσα | θα παρερμηνεύσω | να παρερμηνεύσω | παρερμηνεύσει | ||
β' ενικ. | παρερμήνευσες | θα παρερμηνεύσεις | να παρερμηνεύσεις | παρερμήνευσε | ||
γ' ενικ. | παρερμήνευσε | θα παρερμηνεύσει | να παρερμηνεύσει | |||
α' πληθ. | παρερμηνεύσαμε | θα παρερμηνεύσουμε | να παρερμηνεύσουμε | |||
β' πληθ. | παρερμηνεύσατε | θα παρερμηνεύσετε | να παρερμηνεύσετε | παρερμηνεύστε | ||
γ' πληθ. | παρερμήνευσαν παρερμηνεύσαν(ε) |
θα παρερμηνεύσουν(ε) | να παρερμηνεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παρερμηνεύσει | είχα παρερμηνεύσει | θα έχω παρερμηνεύσει | να έχω παρερμηνεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις παρερμηνεύσει | είχες παρερμηνεύσει | θα έχεις παρερμηνεύσει | να έχεις παρερμηνεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει παρερμηνεύσει | είχε παρερμηνεύσει | θα έχει παρερμηνεύσει | να έχει παρερμηνεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παρερμηνεύσει | είχαμε παρερμηνεύσει | θα έχουμε παρερμηνεύσει | να έχουμε παρερμηνεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε παρερμηνεύσει | είχατε παρερμηνεύσει | θα έχετε παρερμηνεύσει | να έχετε παρερμηνεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παρερμηνεύσει | είχαν παρερμηνεύσει | θα έχουν παρερμηνεύσει | να έχουν παρερμηνεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρερμηνεύω