ενεστώτας misinterpret
γ΄ ενικό ενεστώτα misinterprets
αόριστος misinterpreted
παθητική μετοχή misinterpreted
ενεργητική μετοχή misinterpreting

  Ετυμολογία

επεξεργασία
misinterpret < mis- + interpret

misinterpret (en)

  • παρερμηνεύω, κατανοώ κάτι ή κάποιον λάθος
    ⮡  He misinterpreted her silence as consent.
    Παρερμήνευσε τη σιωπή της ως συγκατάθεση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη misunderstand

Συγγενικά

επεξεργασία