misinterpret
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | misinterpret |
γ΄ ενικό ενεστώτα | misinterprets |
αόριστος | misinterpreted |
παθητική μετοχή | misinterpreted |
ενεργητική μετοχή | misinterpreting |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαmisinterpret (en)
- παρερμηνεύω, κατανοώ κάτι ή κάποιον λάθος
- ↪ He misinterpreted her silence as consent.
- Παρερμήνευσε τη σιωπή της ως συγκατάθεση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη misunderstand
- ↪ He misinterpreted her silence as consent.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- misinterpret - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 668. ISBN 9780194325684., λήμμα: παρερμηνεύω