interpret
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | interpret |
γ΄ ενικό ενεστώτα | interprets |
αόριστος | interpreted |
παθητική μετοχή | interpreted |
ενεργητική μετοχή | interpreting |
Ρήμα
επεξεργασίαinterpret (en)
ενεστώτας | interpret |
γ΄ ενικό ενεστώτα | interprets |
αόριστος | interpreted |
παθητική μετοχή | interpreted |
ενεργητική μετοχή | interpreting |
interpret (en)