ενικός         πληθυντικός  
interpreter interpreters

Ουσιαστικό

επεξεργασία

interpreter (en)

  1. (επάγγελμα) ο/η διερμηνέας
      The interpreter speaks three languages.
    Η διερμηνέας μιλάει τρεις γλώσσες.
  2. (πληροφορική-μεταγλώττιση) ο διερμηνευτής
    δείτε επίσης: interpreter (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

επεξεργασία