πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διερμηνευτής οι διερμηνευτές
      γενική του διερμηνευτή των διερμηνευτών
    αιτιατική τον διερμηνευτή τους διερμηνευτές
     κλητική διερμηνευτή διερμηνευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διερμηνευτής αρσενικό (θηλυκό διερμηνεύτρια)

  1. (επάγγελμα) αυτός που διερμηνεύει
     συνώνυμα: διερμηνέας
  2. (πληροφορική-μεταγλώττιση) πρόγραμμα που διαβάζει από τον πηγαίο κώδικα μιας γλώσσας προγραμματισμού τις εντολές, μια κάθε φορά και ταυτόχρονα την εκτελεί
      διαφέρει από τον μεταγλωττιστή στο ότι μεταγλωττίζει τις εντολές από τον πηγαίο κώδικα μια κάθε φορά, χωρίς να δημιουργεί ανεξάρτητο εκτελέσιμο αρχείο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία