↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διερμηνευτής οι διερμηνευτές
      γενική του διερμηνευτή των διερμηνευτών
    αιτιατική τον διερμηνευτή τους διερμηνευτές
     κλητική διερμηνευτή διερμηνευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διερμηνευτής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διερμηνευτής (αυτός που διαπραγματεύεται) < διερμηνεύω < αρχαία ελληνική δι- ἑρμηνεύω < ἑρμηνεύς
για σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική interpreter

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διερμηνευτής αρσενικό (θηλυκό διερμηνεύτρια)

  1. (επάγγελμα) αυτός που διερμηνεύει
     συνώνυμα: διερμηνέας
  2. (πληροφορική-μεταγλώττιση) πρόγραμμα που διαβάζει από τον πηγαίο κώδικα μιας γλώσσας προγραμματισμού τις εντολές, μια κάθε φορά και ταυτόχρονα την εκτελεί
    ⮡  διαφέρει από τον μεταγλωττιστή στο ότι μεταγλωττίζει τις εντολές από τον πηγαίο κώδικα μια κάθε φορά, χωρίς να δημιουργεί ανεξάρτητο εκτελέσιμο αρχείο

Συγγενικά

επεξεργασία

πληροφορική:

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία