συμβολομεταφραστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμβολομεταφραστής < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική assembler
- → δείτε τις λέξεις σύμβολο και μεταφράζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμβολομεταφραστής αρσενικό
Αντώνυμα επεξεργασία
- αποσυμβολομεταφραστής (αγγλικά: disassembler)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- pdf σελ.8 στο Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:2019.09.22.