Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμβολομεταφραστής οι συμβολομεταφραστές
      γενική του συμβολομεταφραστή των συμβολομεταφραστών
    αιτιατική τον συμβολομεταφραστή τους συμβολομεταφραστές
     κλητική συμβολομεταφραστή συμβολομεταφραστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμβολομεταφραστής < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική assembler
→ δείτε τις λέξεις σύμβολο και μεταφράζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμβολομεταφραστής αρσενικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία