συμβολική γλώσσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβολική γλώσσα < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική assembly language. → δείτε τις λέξεις σύμβολο και γλώσσα προγραμματισμού
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίασυμβολική γλώσσα
- (γλώσσες προγραμματισμού) γλώσσα προγραμματισμού χαμηλού επιπέδου με μνημονικές εντολές που αντιστοιχούν στη γλώσσα μηχανής ενός συγκεκριμένου τύπου επεξεργαστή. Για να εκτελεστεί από τον υπολογιστή πρέπει να μεταγλωττιστεί από τον συμβολομεταφραστή σε γλώσσα μηχανής.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- pdf στο Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:2019.09.22.