Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταφράζω < μετα- + φράζω

  Ρήμα επεξεργασία

μεταφράζω(παθ. φωνή μεταφράζομαι)

  1. μεταφέρω προφορικό ή γραπτό λόγο σε άλλη γλώσσα ή σε μορφή διαφορετική από την αρχική
    μεταφράζει το άρθρο για ένα περιοδικό
  2. (μεταφορικά) μεταφράζεται (συνήθως στο γ' ενικό): ισοδυναμεί, συνεπάγεται
    επιτυχία που μεταφράζεται σε επαγγελματική εξέλιξη

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία