ενεστώτας translate
γ΄ ενικό ενεστώτα translates
αόριστος translated
παθητική μετοχή translated
ενεργητική μετοχή translating

translate (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μεταφράζω λόγο σε άλλη γλώσσα ή σε μορφή διαφορετική από την αρχική
    ⮡  I translate something from English into French.
    Μεταφράζω κάτι τα αγγλικά στα γαλλικά.
    ⮡  Can you translate it on your own?
    Μπορείς να το μεταφράσεις μόνος σου;
    ⮡  Some terms can be translated to Greek, others can’t.
    Μερικοί όροι μεταφράζονται στα ελληνικά, άλλοι όχι.
    ⮡  The book is translated from Ancient Greek to Modern Greek.
    Το βιβλίο είναι μεταφρασμένο από τα Αρχαία Ελληνικά στα Νέα Ελληνικά.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) μεταφράζεται, ισοδυναμεί, συνεπάγεται
    ⮡  Destruction which translates into several million drachmas.
    Καταστροφή που μεταφράζεται σε αρκετά εκατομμύρια δραχμές.

Συγγενικά

επεξεργασία