translation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
translation | translations |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Από το λατινικό translatio, μεταφορά. < Από το trans, διά, + το latio, εκ του latus, μετοχή του ανώμαλου ρήματος ferre, μεταφέρω, + την κατάληξη των ενεργητικών ουσιαστικών -io.
Ουσιαστικό επεξεργασία
translation (en)
- (μη μετρήσιμο) η μετάφραση, η ενέργεια του μεταφράζω
- ↪ The author of the book will do the translation himself.
- Ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου θα κάνει τη μετάφραση.
- ↪ I’ve read it in translation.
- Το έχω διαβάσει σε μετάφραση.
- ↪ The author of the book will do the translation himself.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μετάφραση, κείμενο ή λέξη που έχει μεταφραστεί
- ↪ a word for word translation - μετάφραση κατά λέξη
- ↪ the translation of an idiom - η μετάφραση ενός ιδιωματισμού
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- translation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 547. ISBN 9780194325684., λήμμα: μετάφραση
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δείτε πιο πάνω, την αγγλική λέξη.
Ουσιαστικό επεξεργασία
translation (fr) θηλυκό
- (Στη γεωμετρία) Μετάθεση
- Mouvement de translation : κίνηση ενός σώματος κατά την οποία μια ευθεία που ανήκει σε αυτό το σώμα παραμένει παράλληλη.