Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
translation translations

  Ετυμολογία επεξεργασία

  • Από το λατινικό translatio, μεταφορά. < Από το trans, διά, + το latio, εκ του latus, μετοχή του ανώμαλου ρήματος ferre, μεταφέρω, + την κατάληξη των ενεργητικών ουσιαστικών -io.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

translation (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η μετάφραση, η ενέργεια του μεταφράζω
    The author of the book will do the translation himself.
    Ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου θα κάνει τη μετάφραση.
    I’ve read it in translation.
    Το έχω διαβάσει σε μετάφραση.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μετάφραση, κείμενο ή λέξη που έχει μεταφραστεί
    a word for word translation - μετάφραση κατά λέξη
    the translation of an idiom - η μετάφραση ενός ιδιωματισμού

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  • Δείτε πιο πάνω, την αγγλική λέξη.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

translation (fr) θηλυκό

Mouvement de translation : κίνηση ενός σώματος κατά την οποία μια ευθεία που ανήκει σε αυτό το σώμα παραμένει παράλληλη.

Συγγενικά επεξεργασία