ενικός         πληθυντικός  
translator translators

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtɹɑːnzleɪtə/ (ΗΒ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

translator (en)

  1. (επάγγελμα) ο μεταφραστής, η μεταφράστρια
    ⮡  The translator was excellent.
    Η μεταφράστρια ήταν εξαιρετική.
  2. (λογισμικό, πληροφορική-μεταγλώττιση) μεταφραστής
    μεταφραστές ευρείας χρήσης: interpreters, compilers και decompilers, assemblers and disassemblers

Δείτε επίσης

επεξεργασία