Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεταφράστρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μεταφράστρι
α
οι
μεταφράστρι
ες
γενική
της
μεταφράστρι
ας
των
μεταφραστρι
ών
αιτιατική
τη
μεταφράστρι
α
τις
μεταφράστρι
ες
κλητική
μεταφράστρι
α
μεταφράστρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεταφράστρια
<
μεταφραστής
+
-τρια
<
μεταφράζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεταφράστρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
)
αυτή που έχει ως
επάγγελμα
τη
μετάφραση
κειμένων από και προς μια ξένη
γλώσσα
Συγγενικά
επεξεργασία
μεταφράζω
μετάφραση
,
μετάφρασμα
μεταφραστής
,
μεταφράστρια
μεταφραστικός
,
μεταφραστικά
μεταφράσιμος
,
μεταφραστέος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεταφράστρια
γαλλικά
:
traductrice
(fr)