Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.ta.fɾa.stiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐φρα‐στι‐κά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
μεταφραστικά < μεταφραστικ(ός) +

  Επίρρημα

επεξεργασία

μεταφραστικά

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
μεταφραστικά: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μεταφραστικός στον πληθυντικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταφραστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Ετυμολογία 3

επεξεργασία
μεταφραστικά: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

μεταφραστικά