μεταγλωττιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μεταγλωττιστής < μεταγλωττίζω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεταγλωττιστής αρσενικό
- (επάγγελμα) πρόσωπο που μεταγλωττίζει
- (λογισμικό, πληροφορική-μεταγλώττιση) πρόγραμμα που μετατρέπει αρχείο κώδικα (πηγαίος κώδικας) μιάς γλώσσας προγραμματισμού υψηλού επιπέδου σε ισοδύναμο αρχείο κώδικα μιας άλλης γλώσσας χαμηλού επιπέδου (assembly) ή σε γλώσσα μηχανής
- διαφέρει από τον διερμηνευτή στο ότι το αρχείο κώδικα που δημιουργεί είναι εξ ολοκλήρου μεταγλωττισμένο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- Sotiris B. Kotsiantis ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΥΣ ΜΕΤΑΓΛΩΤΤΙΣΤΕΣ, σελ. 3, Τμήμα Μαθηματικών, Πανεπιστήμιο Πατρών. Προσπέλαση 2019-12-16