κομπάιλερ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομπάιλερ < μεταγραφή για την αγγλική compiler
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /komˈpai.leɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κομ‐πάι‐λερ
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομπάιλερ αρσενικό άκλιτο
κομπάιλερ αρσενικό άκλιτο