διερμηνεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διερμηνεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διερμηνεύω < αρχαία ελληνική διά (δι-) + ἑρμηνεύω < ἑρμηνεύς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.eɾ.miˈne.vo/ (σημασία «κατανοώ»)
- ΔΦΑ : /ði̯eɾ.miˈne.vo/ (σημασί «μεταφράζω»)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ερ‐μη‐νεύ‐ω για κάθε προφορά
Ρήμα
επεξεργασίαδιερμηνεύω, αόρ.: διερμήνευσα, παθ.φωνή: διερμηνεύομαι, π.αόρ.: διερμηνεύθηκα, μτχ.π.π.: διερμηνευμένος
- κατανοώ και προσπαθώ να εκφράσω (με λόγια ή άλλους τρόπους) ό,τι σκέφτεται ή επιθυμεί κάποιος (που εκπροσωπώ)
- είμαι διερμηνέας
Συγγενικά
επεξεργασία- διερμηνέας / διερμηνεύς
- διερμηνεία
- διερμήνευση
- διερμηνευτής
- διερμηνευτικά
- διερμηνευτικός
- → δείτε τις λέξεις διά και ερμηνεύω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διερμηνεύω | διερμήνευα | θα διερμηνεύω | να διερμηνεύω | διερμηνεύοντας | |
β' ενικ. | διερμηνεύεις | διερμήνευες | θα διερμηνεύεις | να διερμηνεύεις | διερμήνευε | |
γ' ενικ. | διερμηνεύει | διερμήνευε | θα διερμηνεύει | να διερμηνεύει | ||
α' πληθ. | διερμηνεύουμε | διερμηνεύαμε | θα διερμηνεύουμε | να διερμηνεύουμε | ||
β' πληθ. | διερμηνεύετε | διερμηνεύατε | θα διερμηνεύετε | να διερμηνεύετε | διερμηνεύετε | |
γ' πληθ. | διερμηνεύουν(ε) | διερμήνευαν διερμηνεύαν(ε) |
θα διερμηνεύουν(ε) | να διερμηνεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διερμήνευσα | θα διερμηνεύσω | να διερμηνεύσω | διερμηνεύσει | ||
β' ενικ. | διερμήνευσες | θα διερμηνεύσεις | να διερμηνεύσεις | διερμήνευσε | ||
γ' ενικ. | διερμήνευσε | θα διερμηνεύσει | να διερμηνεύσει | |||
α' πληθ. | διερμηνεύσαμε | θα διερμηνεύσουμε | να διερμηνεύσουμε | |||
β' πληθ. | διερμηνεύσατε | θα διερμηνεύσετε | να διερμηνεύσετε | διερμηνεύστε | ||
γ' πληθ. | διερμήνευσαν διερμηνεύσαν(ε) |
θα διερμηνεύσουν(ε) | να διερμηνεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διερμηνεύσει | είχα διερμηνεύσει | θα έχω διερμηνεύσει | να έχω διερμηνεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις διερμηνεύσει | είχες διερμηνεύσει | θα έχεις διερμηνεύσει | να έχεις διερμηνεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει διερμηνεύσει | είχε διερμηνεύσει | θα έχει διερμηνεύσει | να έχει διερμηνεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διερμηνεύσει | είχαμε διερμηνεύσει | θα έχουμε διερμηνεύσει | να έχουμε διερμηνεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε διερμηνεύσει | είχατε διερμηνεύσει | θα έχετε διερμηνεύσει | να έχετε διερμηνεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διερμηνεύσει | είχαν διερμηνεύσει | θα έχουν διερμηνεύσει | να έχουν διερμηνεύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διερμηνεύομαι | διερμηνευόμουν(α) | θα διερμηνεύομαι | να διερμηνεύομαι | ||
β' ενικ. | διερμηνεύεσαι | διερμηνευόσουν(α) | θα διερμηνεύεσαι | να διερμηνεύεσαι | ||
γ' ενικ. | διερμηνεύεται | διερμηνευόταν(ε) | θα διερμηνεύεται | να διερμηνεύεται | ||
α' πληθ. | διερμηνευόμαστε | διερμηνευόμαστε διερμηνευόμασταν |
θα διερμηνευόμαστε | να διερμηνευόμαστε | ||
β' πληθ. | διερμηνεύεστε | διερμηνευόσαστε διερμηνευόσασταν |
θα διερμηνεύεστε | να διερμηνεύεστε | διερμηνεύεστε | |
γ' πληθ. | διερμηνεύονται | διερμηνεύονταν διερμηνευόντουσαν |
θα διερμηνεύονται | να διερμηνεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διερμηνεύθηκα | θα διερμηνευθώ | να διερμηνευθώ | διερμηνευθεί | ||
β' ενικ. | διερμηνεύθηκες | θα διερμηνευθείς | να διερμηνευθείς | διερμηνεύσου | ||
γ' ενικ. | διερμηνεύθηκε | θα διερμηνευθεί | να διερμηνευθεί | |||
α' πληθ. | διερμηνευθήκαμε | θα διερμηνευθούμε | να διερμηνευθούμε | |||
β' πληθ. | διερμηνευθήκατε | θα διερμηνευθείτε | να διερμηνευθείτε | διερμηνευθείτε | ||
γ' πληθ. | διερμηνεύθηκαν διερμηνευθήκαν(ε) |
θα διερμηνευθούν(ε) | να διερμηνευθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διερμηνευθεί | είχα διερμηνευθεί | θα έχω διερμηνευθεί | να έχω διερμηνευθεί | διερμηνευμένος | |
β' ενικ. | έχεις διερμηνευθεί | είχες διερμηνευθεί | θα έχεις διερμηνευθεί | να έχεις διερμηνευθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διερμηνευθεί | είχε διερμηνευθεί | θα έχει διερμηνευθεί | να έχει διερμηνευθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διερμηνευθεί | είχαμε διερμηνευθεί | θα έχουμε διερμηνευθεί | να έχουμε διερμηνευθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διερμηνευθεί | είχατε διερμηνευθεί | θα έχετε διερμηνευθεί | να έχετε διερμηνευθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διερμηνευθεί | είχαν διερμηνευθεί | θα έχουν διερμηνευθεί | να έχουν διερμηνευθεί |